21 Δεκ 2009

Μία μικρή λέξη - 'Ενα μεγάλο ευχαριστώ.

Πολλές φορές τα λόγια φαντάζουν τόσο φτωχά όταν καλούνται να πουν εκείνα που νοιώθουμε. Θα περιοριστώ λοιπόν σε ένα μικρό αλλά και τόσο μεγάλο ευχαριστώ για όσους με τίμησαν με την παρουσία τους απόψε.

Καλές γιορτές.

Σας ευχαριστώ από καρδιάς,

Φιλικά,

7 Δεκ 2009

20.12.2009 - Επίσημη παρουσίαση


Η πρώτη παρουσίαση του βιβλίου θα γίνει στις 20.12.2009
στο Δημαρχείο Γλυφάδας.
Ημέρα Κυριακή και ώρα 6:30 μ.μ.

Θα ήθελα πολύ, να είχα τη δυνατότητα να δώσω την πρόσκληση χέρι με χέρι, προσωπικά σε κάθε έναν σας. Όμως, αφού δεν είναι δυνατό, την αναρτώ εδώ υπενθυμίζοντας ότι είναι ανοιχτή προς όλους. (Σχετικό άρθρο της Ελευθεροτυπίας)

Θα χαρώ πολύ να σας δω.  


φιλικά,

Όχι... Όχι τώρα!

Όμως, σ’ ένα ταξίδι δεν υπάρχουν μόνο καλές στιγμές. Μερικές φορές, στη «στροφή του δρόμου» μπορεί να παραμονεύει ο κίνδυνος. Και τότε, τί γίνεται τότε; 

Ας πάρουμε μία γεύση…

«… Υπήρχαν τόσα μέρη που δεν είχε δει, τόσα πλάσματα που δεν είχε γνωρίσει. Τόσους φίλους που δεν είχε προλάβει ν’ αποχαιρετήσει. Γιατί οι μέρες του έπρεπε να βιαστούν να συναντήσουν τη μεγάλη νύχτα; Γιατί αυτός και όχι κάποιος άλλος; Γιατί...; θύμωνε για τούτο το κακό που τον βρήκε, αγανακτούσε και παραπονιόταν, το θεωρούσε άδικο. Δεν ήθελε τα ταξίδια και τα όνειρά του να κοπούν στη μέση.

Όχι... Όχι τώρα!

Οι εικόνες της ζωής του πέρασαν με μιας μπροστά απ’ τα μάτια του. Κάθε ανάμνηση χρειάστηκε μόνον ένα κλάσμα του δευτερολέπτου για να γίνει εικόνα και κάθε εικόνα ένα δευτερόλεπτο για να γίνει και πάλι ανάμνηση. Εδώ τελειώνουν όλα!

Και μετά τι; άραγε τι συμβαίνει μετά; Μην τάχα θα γινόταν κι αυτός αέρινος να σεργιανάει ολούθε χωρίς βάρος και περιορισμούς, ή θα χανόταν για πάντα μέσα σε μια πηχτή ανυπαρξία; Ήθελε να ξαναμυρίσει την υγρή γη, να νιώσει τον ήλιο, τον αγέρα, να ξανακυλιστεί μέσ’ στο φρέσκο χορτάρι, να ζήσει απ’ την αρχή το θαύμα της κάθε μέρας... Ω, Θεέ μου, πόσα ποθούσε κείνη τη στιγμή η μικρή καρδιά του, που την ένιωσε μαζί με κάτι άλλο, βαθύτερο, ν’ ανεβαίνει στα μάτια του: να ‘ταν η απελπισία, ή ο φόβος του άγνωστου;

Γύρισε και κοίταξε κάτω. Η κοιλάδα απλώνονταν ράθυμη, αμέτοχη στην τραγωδία του. Ευθύς, άνοιξε τα μάτια του περισσότερο σα να’ θελε να ρουφήξει κάθε εικόνα με μιας και να την κρατήσει μέσα του, έστω γι’ αυτό το μηδαμινό που του απέμενε...

Δεν ήταν ότι δεν φοβόταν το θάνατο. Αντίθετα, σπαρταρούσε στην ιδέα του. Μα ήταν κάτι ακόμα που κατέκλυζε την ύπαρξή του εκείνη τη ζοφερή στιγμή. Ήταν μία ζεστή αίσθηση πληρότητας και ευγνωμοσύνης για όλα όσα είχε προλάβει να δει και να ζήσει.

Πετούσαν ψηλά κοντά στα σύννεφα. Το φτερούγισμα του αετού σφριγηλό, σίγουρο, σχεδόν αυθάδες, ίδιο με την άγουρη νιότη του. Οι μεγάλες φτερούγες ίσα που άγγιζαν τα σεντεφένια παπλώματα τ’ ουρανού κάνοντας το χνούδι τους ν’ ανατριχιάζει. Χαμηλά η κοιλάδα αχνοφαίνονταν. Μικρός πράσινος λεκές στο καφετί σακάκι της Γης. Στο βάθος άρχισαν να ξεχωρίζουν οι απόκρημνες πλαγιές των βράχων στην κόψη του βουνού. Εκεί που σίγουρα βρισκόταν η φωλιά του φτερωτού του δήμιου. Χωρίς να το θέλει, η ίδια επίμονη σκέψη τρύπησε πάλι το μυαλό του σαν σκουριασμένο καρφί.

Εδώ τελειώνουν όλα...!»